πεντηκοντάδα

πεντηκοντάδα
πεντηκοντάς
body of fifty
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοντάδα — η / πεντηκοντάς, άδος, ΝΜΑ σύνολο πενήντα ομοειδών πραγμάτων ή η ποσότητα τού αριθμού πενήντα, πενηντάδα αρχ. 1. ο αριθμός πενήντα 2. το πεντηκοστό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άδα / άς)] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. πεντηκοντάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”